επικόλπιος

επικόλπιος
ἐπικόλπιος, -ον (AM)
αυτός που βρίσκεται στον κόρφο, στο στήθος («ἂν δὲ χρυσοῡ τις ἔφερεν ὁλκὴν ἐπικολπίαν», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κόλπος + -ιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπικόλπιον — ἐπικόλπιος in masc/fem acc sg ἐπικόλπιος in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικολπίδιος — ἐπικολπίδιος, ον (Μ) επικόλπιος, αυτός που βρίσκεται στον κόρφο («μήπως ἐπικολπίδιον τύχοι τις κρύπτών ξίφος», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κολπίδιος, υποκοριστικό τού κόλπος] …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”